- προσσυντίθεμαι
- προσσυν-τίθεμαι, [voice] Med.,A concert or agree besides, c. inf., D.C.46.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσυντίθεμαι — Α συμφωνώ σε κάτι ακόμη με κάποιον («προσσυνέθεντο τῶν ἐχθρῶν σφαγὰς ποιήσασθαι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συντίθεμαι «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek